λευκαντικως

λευκαντικως
    λευκαντικῶς
    в белый цвет
    

λ. διατεθῆναι Sext. — покрыться белизной, побелеть


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "λευκαντικως" в других словарях:

  • λευκαντικῶς — λευκαντικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκαντικός — ή, ό (Α λευκαντικός, ή, όν) [λευκαντής] αυτός που επιφέρει λεύκανση, ο κατάλληλος για λεύκανση («λευκαντική δύναμη») νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεύκανση ή στον λευκαντή («λευκαντική τέχνη») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»